Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
(I)ἠπιόλης, ό (Α)βλ. ηπιάλης.———————— (II)ἡπιόλης, ό (Α)βλ. ηπίολος.