θαλπερός

Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ά και -ή, -ό
1. αυτός που παρέχει θερμότητα, ο ζεστός («θαλπερό τζάκι»)
2. αυτός που εγκαρδιώνει, ο παρήγορος («θαλπερή αγκαλιά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλπω + κατάλ. -ερος (πρβλ. θαλ-ερός, φαν-ερός)].