θελητός
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
English (LSJ)
ή, όν,
A wished for, desired, LXX 1 Ki. 15.22,Ma.3.12.
German (Pape)
[Seite 1192] gewollt, gewünscht, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
θελητός: -ή, -όν, ἐπιθυμητός, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ιε΄, 32, γῆ Μαλαχ. γ΄, 12).
Greek Monolingual
θελητός, -ή, -όν (AM) θέλω
επιθυμητός
μσν.
το ουδ. ως ουσ. το θελητόν
η επιθυμία, το θέλημα.
επίρρ...
θελητῶς (Α)
εκουσίως, θεληματικά.