διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
το (ΑΜ θραῡσμα) θραύω
κομμάτι που έχει αποσπαστεί από σκληρό σώμα με θραύση, σύντριμμα, θρύψαλο («θραύσμα οβίδας»)
αρχ.
1. (για τη λέπρα) η εφελκίδα
2. (στον Διοσκ.) το καλύτερο είδος του αμμωνιακού κόμμεως
3. κάταγμα.