ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
[Seite 1235] s. ἴδιος.
ἰδίᾳ: ἴδε ἴδιος VI. 2.
adv.v. ἴδιος.
επίρρ. βλ. ίδιος (II).