πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
ἱερακοκτόνος, -ον (Α)αυτός που φονεύει γεράκια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, -ακος + -κτόνος < κτείνω (πρβλ. ανδρο-κτόνος, πατρο-κτόνος)].