φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
ἡμιβραχής και ἡμιβρεχής –ὲς (Α)
1. μισοβρεγμένος, μισομουσκεμένος («ἡμιβραχὴς γῆ», θεόφρ.)
2. διάβροχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -βραχής (< βρέχω), πρβλ. θαλασσο-βραχής, μυρο-βραχής].