ιδεαλιστής
From LSJ
Greek Monolingual
ο θηλ. ιδεαλίστρια, η
1. ο οπαδός του ιδεαλισμού
2. αυτός που πιστεύει σε ιδανικά και ρυθμίζει τις επιδιώξεις του ανάλογα με αυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αντιδάνεια ως προς το θέμα της (ιδε-), πρβλ. γαλλ. idealiste < γαλλ. ideal (< λατ. ide-lis < idea, πρβλ. ιδέα) + -iste, ενώ ως προς την κατάλ. (-αλιστής) είναι μεταφορά].