θράω

From LSJ
Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519

Greek (Liddell-Scott)

θράω: καθίζω, εὕρηται μόνον ἐν τῷ μέσ. ἀορ. θρήσασθαι, καθῆσθαι (παρ’ Εὐσταθίῳ 1400, 5: «τὸ θρῆνυς... κατὰ Ἀθήναιον ἀπὸ τοῦ θρῆσαι, ὅ ἐστι καθίσαι»), Φιλητᾶς παρ’ Ἀθην. 192Ε. (Ἡ ῥίζα τοῦ θρᾶνος, θρῆνυς, θρόνος, ἴσως καὶ τοῦ ἀθερίζω: πρβλ. τὸ Σανσκρ. dhar, dhaṙâmi (fero, sustineo)· Λατ. fretus

French (Bailly abrégé)

seul. inf. ao. Moy. θρήσασθαι;
s’asseoir, être assis.
Étymologie: cf. θρόνος.

Greek Monolingual

θράω (Α)
καθίζω (απαντά το απρμφ. μέσ. αορ. θρήσασθαι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θράνος].