ιλιγγιώ

From LSJ
Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ ἰλιγγιῶ, -άω)
ζαλίζομαι, μέ πιάνει ίλιγγος
(νεοελλ.-μσν.) μτφ. α) τρομάζω να σκεφθώ κάτι, με κυριεύει ίλιγγος όταν το σκέπτομαι
β) μένω έκπληκτος, καταπλήσσομαι
μσν.
φρ. «χαλεπῶς ἰλιγγιῶ» — αισθάνομαι άσχημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴλιγγος + κατάλ. -ιῶ, δηλωτική ρημάτων ασθενείας (πρβλ. λεπρ-ιῶ, σελην-ιῶ)].