καλοτύχισμα
From LSJ
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
Greek Monolingual
το καλοτυχίζω
1. μακαρισμός, το να θεωρεί και να αποκαλεί κάποιος έναν άλλο ευτυχισμένο
2. έκφραση ευχής σε κάποιον για καλή τύχη
3. στον πληθ. τα καλοτυχίσματα
τα συγχαρητήρια και οι ευχές που απευθύνονται σε κάποιον για ένα ευτυχές γεγονός.