καθέλκυση

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νόμοις ἕπεσθαι τοῖσιν ἐγχώροις καλόν → Res est honesta pro locis leges sequi → Gesetzen seines Land's zu folgen das ist recht

Menander, Monostichoi, 372

Greek Monolingual

η
η καταβίβαση πλοίου στη θάλασσα, το τράβηγμα ενός νέου ή επισκευασμένου πλοίου από τις εσχάρες του ναυπηγείου προς τη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθελκύω. Η λ., στον λόγιο τ. καθέλκυσις, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].