καθέλκυση

From LSJ

Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)

Source

Greek Monolingual

η
η καταβίβαση πλοίου στη θάλασσα, το τράβηγμα ενός νέου ή επισκευασμένου πλοίου από τις εσχάρες του ναυπηγείου προς τη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθελκύω. Η λ., στον λόγιο τ. καθέλκυσις, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].