ιχθυοτροφία

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source

Greek Monolingual

η
η τέχνη του ιχθυοτρόφου, η τέχνη της εκτροφής και του πολλαπλασιασμού ψαριών μέσα σε ειδικές εγκαταστάσεις, τα ιχθυοτροφεία, αλλ. ιχθυοκομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυοτρόφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ].