ισχυροπράγμων
From LSJ
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
Greek Monolingual
ἰσχυροπράγμων -ον (Α)
αυτός που κάνει μεγάλα έργα, που κατορθώνει μεγάλες, ανδρείες πράξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -πράγμων (< πράγμα), πρβλ. μεγαλο-πράγμων, πολυ-πράγμων].