Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
ἰυγή, ἡ (Α) ιύζω1. φωνή οδύνης, κραυγή, οιμωγή2. βοή, θόρυβος.