κάκκη
From LSJ
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
English (LSJ)
ἡ,
A human ordure, Ar.Pax162. κακκῆαι, v. κατακαίω.
German (Pape)
[Seite 1299] ἡ, Kacke, Menschenkoth, Ar. Pax 162.
Greek (Liddell-Scott)
κάκκη: ἡ, «κακκά», ἀνθρωπίνη κόπρος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 162.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
excrément, caca.
Étymologie: DELG mot du langage populaire et enfantin ; cf. lat. cacare, irl. caccaim « je fais caca », cacc « merde », arm. k῾akor « fumier », russe kakal’, all. kakken.
Greek Monolingual
κάκκη, ἡ (Α)
τα περιττώματα του ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακκῶ, υποχωρητικά].