κάθειρξη

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so

Source

Greek Monolingual

η (AM κάθειρξις)
περιορισμός σε κάποιον χώρο, έγκλειση, φυλάκιση
νεοελλ.
η βαρύτερη από τις στερητικές της ελευθερίας ποινές, η οποία συνεπάγεται ισόβια ή πρόσκαιρη αποστέρηση τών πολιτικών δικαιωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθείργω (βλ. καθειργνύω)].