ἰσχυρογνωμοσύνη
English (LSJ)
ἡ,
A obstinacy, Ph.1.653, J.Ap.1.22.
German (Pape)
[Seite 1273] ἡ, fester, starrer Sinn, Ios. u. a. Sp.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἰσχυρογνωμοσύνη) ισχυρογνώμων
η αδικαιολόγητη επιμονή σε μια γνώμη, το να επιμένει κάποιος αδικαιολόγητα σε μια άποψη, σε μια επιθυμία ή απαίτηση.