ἰσχυρογνωμοσύνη

Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

ἡ,

   A obstinacy, Ph.1.653, J.Ap.1.22.

German (Pape)

[Seite 1273] ἡ, fester, starrer Sinn, Ios. u. a. Sp.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἰσχυρογνωμοσύνη) ισχυρογνώμων
η αδικαιολόγητη επιμονή σε μια γνώμη, το να επιμένει κάποιος αδικαιολόγητα σε μια άποψη, σε μια επιθυμία ή απαίτηση.