αὐτὸς γὰρ εὗρε τοῦ κακοῦ τὴν πιτύαν → he asked for trouble
ἰσοτριβής, -ές (Α)αυτός που πιέζει εξίσου τα καθίσματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -τριβής (< τρίβω), πρβλ. μεσο-τριβής, νεο-τριβής].