ισοπολιτεία

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἷς πρόθεσίς ἐστιν ἀδικεῖν, παρ' αὐτοῖς οὐδὲ δικαία ἀπολογία ἰσχύει → not even a just excuse means anything to those bent on injustice | the tyrant will always find a pretext for his tyranny | any excuse will serve a tyrant

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἰσοπολιτεία)
η ισότητα τών πολιτών απέναντι στον νόμο, ισότητα πολιτικών δικαιωμάτων, ισονομία
αρχ.
αμοιβαία παραχώρηση πολιτικών δικαιωμάτων στους πολίτες δύο πόλεων η οποία έχει κατοχυρωθεί με συνθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + πολιτεία (< πολιτεύομαι)].