καινοφραδής
From LSJ
τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream
German (Pape)
[Seite 1295] ές, neu ersonnen, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
καινοφρᾰδής: -ές, κατὰ καινὸν τρόπον ἐκπεφρασμένος, Εὐστ˙ Πονήματ. 56. 1.
Greek Monolingual
καινοφραδής, -ές (Μ)
ο εκφρασμένος με καινούργιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -φραδής (< φράζω «εκφράζω, λέγω» ή αμάρτυρο φράδος, το), πρβλ. θεο-φραδής ολιγο-φραδής.