επαλήθευση

Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α ἐπαλήθευσις) επαληθεύω
1. εξακρίβωση έπειτα από έλεγχο, απόδειξη ή επικύρωση της ορθότητας («επαλήθευση τών μαθηματικών πράξεων»)
2. πραγματοποίηση αυτού που σκέφθηκε ή φαντάστηκε κάποιοςεπαλήθευση τών φόβων, της προφητείας, του ονείρου» κ.λπ.).