επαλήθευση
Greek Monolingual
η (Α ἐπαλήθευσις) επαληθεύω
1. εξακρίβωση έπειτα από έλεγχο, απόδειξη ή επικύρωση της ορθότητας («επαλήθευση τών μαθηματικών πράξεων»)
2. πραγματοποίηση αυτού που σκέφθηκε ή φαντάστηκε κάποιος («επαλήθευση τών φόβων, της προφητείας, του ονείρου» κ.λπ.).