ἴντυβος

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴντῠβος Medium diacritics: ἴντυβος Low diacritics: ίντυβος Capitals: ΙΝΤΥΒΟΣ
Transliteration A: íntybos Transliteration B: intybos Transliteration C: intyvos Beta Code: i)/ntubos

English (LSJ)

ὁ, (

   A ἴντουβος Edict.Diocl.6.3) = ἔντυβος, endive, Gal.6.628: —also ἰντῠβολάχᾰνον, τό, [Id.] 14.321.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ἴντυβος, Α και ἴντουβος)
βοτ. το αντίδι, είδος φυτού του γένους κιχώριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ίντυβοςίντυβο ή έντυβον) αποτελεί δάνεια λ. από τη λατ. intubus, που κι αυτή πρέπει να είναι δάνειο από κάποια σημιτική γλώσσα].