ηδυφαής
From LSJ
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
ἡδυφαής, δωρ. τ. ἁδυφαής, -ές (Α)
αυτός που έχει γλυκιά λάμψη («ἡδυφαὴς ἤλεκτρος», Διον. Περ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -φαής (< φάος), πρβλ. ηλιο-φαής, παμ-φαής].