τρέπω
Ζεὺς οἶδε μοῖράν τ' ἀμμορίην τ' ἀνθρώπων → Zeus knows what is man's fate and what is not, Zeus knows man's good and bad fortune
English (LSJ)
Il.8.399, etc.: fut.
A τρέψω 15.261, etc.: aor. 1 ἔτρεψα 18.469, etc., Ep. τρέψα 16.645: besides aor. 1 Hom. has aor. 2 ἔτρᾰπον, Od.4.294, al., also Pi.O.10(11).15 (sts. also intr., v. περιτρέπω 11 and perh. Il.16.657, cf. 111 fin.): Aeol. aor. ἔτροπον, v. ἀνατρέπω: pf. τέτροφα Ar.Nu.858, Anaxandr.51, (ἀνα-) S.Tr.1009 (lyr.), And.1.131; later τέτρᾰφα Din.1.108, (ἀνα-) ib.30, D.18.296 (cod. S), Aeschin.1.190, 3.158 (but cf. Wackernagel Studien zum griech. Perf.15); ἐπι-τέτραφα Plb.30.6.6 :—Med., fut. τρέψομαι Hdt.1.97, Hp.Prog.20, E. Hipp.1066, etc.: aor. ἐτρεψάμην Od.1.422, E.Heracl.842: also aor. 2 ἐτραπόμην Il.16.594, Hdt.2.3, al. (used also in pass. sense, (ἀν-) Il.6.64, 14.447, and once in Att., (ἀν-) Pl.Cra.395d); imper. τραποῦ Ar.Ra. 1248: pf. (v. infr.):—Pass., fut. τρᾰπήσομαι Plu.Nic.21, etc.; also τετράψομαι Ph.1.220, (ἐπι-) Pisistr. ap. D.L.1.54: aor. ἐτρέφθην Hom. Epigr.14.7, once in Trag., E.El.1046 (v. ἐπιτρέπω); Ion. τραφθῆναι Od.15.80, cf. Hdt.4.12: aor. 2 ἐτράπην [ᾰ] A.Pers.1029 (lyr.), Ar.Ec. 416, etc.; ἐτρέπην (ἐν-) UPZ5.24 (ii B. C.): pf. τέτραμμαι Pl.R.519b; 3pl. τετράφαται Thgn.42, cf. Il.2.25 (ἐπι-); 3sg. imper. τετράφθω 12.273; part. τετραμμένος 19.212, etc.: plpf., Ep. 3sg. τέτραπτο Od.4.260; 3pl. τετράφατο Il.10.189.—From the aor. 2 has been formed the pres. ἐπιτρᾰπέουσι, ib.421; cf. τραπητέον.—The Ion. forms used by Hdt. are pres. Pass. τράπονται 6.33, al.; 3sg. impf. τρέπεσκε 4.128; aor. Pass. τραφθείς 9.56; but fut. ἐπιτράψομαι is f. l. in 3.155, and in the pres. Act. and Pass. codd. vary (both forms in codd. of 2.92 (Act.), τρέπεται 1.117, τράπεται 4.60):—Dor. forms, τράπω EM114.19; fut. ἐπι-τραψῶ Schwyzer198.21 (Crete):—turn or direct towards a thing, Hom., etc.; mostly folld. by a Prep., τ. [φύσας] ἐς πῦρ Il.18.469; ἐς ποταμὸν φλόγα 21.349; εἰς εὐνὴν τράπεθ' ἥμεας show us to bed, Od.4.294 (perh. with a punning reference to ταρπώμεθα in next line); λέκτρονδε τραπείομεν εὐνηθέντες 8.292 (as though τραπείομεν in Il.3.441 belonged to τρέπω and not to τέρπω; unless there is a pause after λέκτρονδε) ; θυμὸν εἰς ἔργον τ. Hes.Op.316; εἰς ἐχθροὺς βέλος A.Th.255; πόλεις ἐς ὕβριν Th.3.39; τὸν ἄνθρωπον . . εἰς ἀθυμίαν D.23.194; πρὸς ἠέλιον κεφαλήν Od.13.29; πρὸς ὄρος πίονα μῆλα 9.315; πρὸς εὐφροσύναν ἦτορ Pi.I.3.10; τὰς γνώμας πρὸς χρηματισμόν Pl.Ep.355b; also ἐπ' ἐμπορίην θυμόν Hes.Op.646, cf. Pl. Phdr.257b, R.508c; δᾶμον ἐς ἡσυχίαν Pi.P.1.70; ἐπ' ἐχθροῖς χεῖρα S.Aj.772; κατὰ πληθὺν τ. θυμόν Il.5.676; ἀντίον Ζεφύρου πρόσωπον Hes.Op.594: with Advbs., πάντων ὁμόσε στόματ' ἔτραπε Il.12.24; οὐκ οἶδ' ὅποι χρὴ . . τ. ἔπος S.Ph.897; ἐνταῦθα σὴν φρένα E.IT1322; τὴν διάνοιαν ἄλλοσε Pl.R.393a; ἐκεῖσε τ. τὰς ἡδονάς Id.Lg.643c; ἐπὶ τὴν θεραπείαν τὸν λόγον Sor.2.23: c. inf., σέ . . ἔτραπε . . ὀργὰ παρφάμεν led thee to speak crookedly, Pi.P.9.43:—also in Med., τραπέσθαι τινὰ ἐπί τι Pl.Euthd.303c, cf. Chrm.156c:—Pass., κεῖται ἀνὰ πρόθυρον τετραμμένος Il.19.212. 2 Pass. and Med., turn one's steps, turn in a certain direction, τραφθῆναι ἀν' Ἑλλάδα Od.15.80; τραφθέντες ἐς τὸ πεδίον Hdt. 9.56; ἐς Θήβας ἐτραπόμην Id.2.3; ἐπὶ Προκόννησον, ἐπ' Ἀθηνέων, Id 6.33, 5.57: with Advbs., ἀμηχανεῖν ὅποι τράποιντο which way to turn, A. Pers.459; ἀμηχανῶ . . ὅπᾳ τράπωμαι Id.Ag.1532 (lyr.); πᾷ τις τράποιτ' ἄν; Id.Ch.409 (lyr.); ποῖ τρέψομαι; E.Hipp.1066, cf. X.An.3.5.13; ποῖ χρὴ τραπέσθαι; Lys.29.2: c. acc. cogn., τραπέσθαι ὁδόν take a course, Hdt.1.11, cf. 9.69, Pl.Sph.242b; πολλὰς ὁδοὺς τραπόμενοι κατὰ ὄρη Th.5.10; ἐτρέφθην ἥνπερ ἦν πορεύσιμον E.El.1046. 3 in Pass. and Med. also, turn or betake oneself, εἰς ὀρχηστύν, εἰς ἀοιδήν, Od.1.422, 18.305; ἐπὶ ἔργα Il.3.422, etc.; ἐπ' ἀναιδείην Hom Epigr.14.7; ἐπὶ σωφροσύνην Thgn.379; ἐπὶ ψευδέα ὁδόν Hdt.1.117; ἐπὶ φροντίδας E.IA646; ἐφ' ἁρπαγήν Th.4.104; ἐπ' εἰρήνην X.HG4.4.2; ἐς τὸ μαίνεσθαι S.OC1537; ἐς ἀλκήν Th.2.84; εἰς ἁρπαγὴν ἐπὶ τὰς οἰκίας X.HG6.5.30; κατὰ θέαν τετραμμένοι Th.5.9; πρὸς ἀλκήν Hdt.3.78; πρὸς τὸ κέρδιον τραπείς S.Aj.743; πρὸς λῃστείαν Th.1.5; πρὸς ἄριστον τετρ. Hdt.1.63; πρὸς τὸν πότον Pl.Smp.176a, etc.; also τ. πρός τινα betake oneself, have recourse to him, Cratin.152, X.An.4.5.30, Pl.Prt. 339e; ἐφ' ἱκετείαν τ. τῶν διωκόντων Id.Ap.39a. 4 Pass. and Med., of places, to be turned or look in a certain direction, πρὸς ζόφον Od. 12.81; πρὸς ἄρκτον, πρὸς νότον, etc., Hdt. 1.148, Th.2.15, etc.; also πρὸς τοῦ Τμώλου Hdt.1.84; ἄντ' ἠελίου τετρ. straight towards, Hes. Op.727. II turn, i. e. turn round or about, πάλιν τρέπειν turn back, ἵππους Il.8.432; τινα ib.399; ὄσσε, δόρυ, 21.415, 20.439; τὰ καλὰ τ. ἔξω turn the best side outmost, show the best side (of a garment), Pi.P.3.83:—Pass., πάλιν ἐτράπετ' Il.21.468; μή τις ὀπίσσω τετράφθω 12.273; c. gen., turn from... υἷος 18.138; ἐτράπετ' αἰχμή the point bent back, like ἀνεγνάμφθη, 11.237; of the sun having passed the meridian, πόστην ἥλιος τέτραπται; Ar.Fr.163, cf. Antig. Mir.60; also of the solstice, ἐπειδὰν ἐν χειμῶνι τράπηται [ὁ ἥλιος] (v. τροπή 1) X.Mem.4.3.8, cf. Pl.Lg.915d; τραπείσης τῆς ὥρας Arist. HA628b26:—intr. in Act., περὶ δ' ἔτραπον ὧραι, v. περιτρέπω 11. 2 τ. τι εἴς τινα turn upon another's head, τ. τὴν αἰτίαν, τὴν ὀργὴν εἴς τινα, Is.8.41, D.8.57; freq. in imprecations, ἐς κεφαλὴν τράποιτ' ἐμοί on my head be it! Ar.Ach.833, cf. Hdt.2.39; εἰς σεαυτὸν τρεπέσθω on your head be it! IG4.444 (Phlius); ἦ κἀπ' ἐμοὶ τρέποιτ' ἂν αἰτίας τέλος; A.Eu.434; κατὰ σεαυτόν νυν τρέπου keep your ills to yourself, Ar.Ach.1019, Nu.1263; πρὸς ὑμᾶς αὐτοὺς τρέψεσθε Lys.8.19. 3 alter, change, φρένας Il.6.61; τὰς γνώμας X.An.3.1.41; [τὸ χρῶμα] Sor.1.35; [τὸ γάλα] ib.92; ἔτραπεν κεῖνον μισθῷ χρυσός Pi.P.3.55; deceive, Archil.166; ἐς κακὸν τ. τινά Pi.P.3.35; ἅττ' ἂν ὑμεῖς ἐξαμάρτητ' ἐπὶ τὸ βέλτιον τρέπειν Ar.Nu.589 (troch.); ἐς γέλων τὸ πρᾶγμ' ἔτρεψας Id.V.1261, cf. Hdt.7.105, etc.: Med., πρὸς τὰς ξυμφορὰς τὰς γνώμας τρέπεσθαι shift their views, Th.1.140, cf. Plu. 2.71e, etc.:—Pass., to be changed, τρέπεται χρώς Il.13.279, cf. Od. 21.413, Hes.Op.416; τὴν χρόαν τρέπεσθαι, of animals, Plu.2.51d; τῷ χρώματι τρεπομένας, of women, Sor.1.35 (so abs., of a man, Id.Vit.Hippocr.5); ὁ οὕτω τρεπόμενος σφυγμός Gal.18(2).40; τρέπεται νόος Od.3.147; νόος ἐτράπετ' 7.263; Διὸς ἐτράπετο φρήν Il.10.45; τράπομαι καὶ τὴν γνώμην μετατίθεμαι Hdt.7.18; ὁρῶν αὐτοὺς τετραμμένους seeing that they had changed their minds, Id.9.34, cf. Th.4.106; ἐπὶ τὰ βελτίω τρέπου Ar.V.986: c. inf., κραδίη τέτραπτο νέεσθαι Od.4.260; ἐτράποντο . . τῷ δήμῳ . . τὰ πράγματα ἐνδιδόναι Th. 2.65: c. acc. cogn., πλείους τραπόμενος τροπὰς τοῦ Εὐρίπου Aeschin. 3.90; οἶνος τρέπεται the wine turns, becomes sour (v. τροπίας), S.E. P.1.41; ἡ ξανθὴ χολὴ . . εἰς τὸν ἰώδη τρέπεται χυμόν Gal.16.534; ἡ ἀδελφὴ ἐπὶ τὸ κομψότερον ἐτράπη has taken a turn for the better, POxy.935.5 (iii A. D.); ἐπὶ τὸ ῥᾷον ἔδοξεν τετράφθαι ib.939.17 (iv A. D.); τοῦ πατρὸς ἡμῶν εἰς ἄπορον τραπέντος having become destitute, PMeyer 8.14 (ii A. D.):—intr. in Act., τοῦ ἄρχοντος τρέποντος εἰς δεσπότην Ph.2.562. III turn or put to flight, rout, defeat, τρέψω δ' ἥρωας Ἀχαιούς Il.15.261; ἔτρεψε φάλαγγας Tyrt.12.21, cf. Pi.O.10 (11).15, Hdt.1.63, 4.128, Th.1.62, 4.25,33, etc.; in full, φύγαδε τ. Il.8.157; εἰς φυγὴν ἔτρεψε τοὺς ἑξακισχιλίους X.An.1.8.24; τρέψαι καὶ ἐς φυγὴν καταστῆσαι Th.7.43 (but ἔτρεψαν ἐς φυγὴν πόδα they fled, E.Supp.718):—Med., pres., X.An.5.4.16, J.AJ13.2.4, Plu.Cam.29: fut., Ar.Eq.275 (troch.): aor. 1, E.Heracl.842, X.An.6.1.13:—Pass., to be put to flight, aor. 2 ἐτράπην A.Pers.1029 (lyr.), X.Cyr.5.4.7 (v.l. ἐτράποντο), etc.: also aor. 1 ἐτρέφθην Id.An.5.4.23, HG3.4.14, Cyn.12.5: aor. 2 Med. ἐτραπόμην Hdt.1.80, 9.63, etc.; ἐς φυγὴν τραπέσθαι Id.8.91, Th.8.95; τραπόμενοι κατέφυγον Id.4 54; φυγῇ ἄλλος ἄλλῃ ἐτράπετο X.An.4.8.19; ἐτράποντο φεύγειν Plu.Lys. 28, Caes.45: rarely in pf. Pass., τετραμμένου φυγᾷ γένους A.Th.952 (lyr.):—also intr. in Act., φύγαδ' ἔτραπε Il.16.657 (unless it governs δίφρον). IV turn away, keep off, οὐκ ἄν με τρέψειαν ὅσοι θεοί εἰσ' ἐν Ὀλύμπῳ 8.451; τ. τινὰ ἀπὸ τείχεος 22.16; ἑκάς τινος Od.17.73 (Med.); τῇ . . νόον ἔτραπεν 19.479: abs., ἀλλὰ Ζεὺς ἔτρεψε Il.4.381; of weapons, βέλος . . ἔτραπεν ἄλλῃ 5.187; ἀπὸ ἔγχεος ὁρμὴν ἔτραπε Hes. Sc.456. V overturn, εὐτυχοῦντα μὲν σκιά τις ἂν τρέψειεν A.Ag. 1328 (s. v.l.); τ. ἄνω κάτω Id.Fr.311. VI turn, apply, τ. τι ἐς ἄλλο τι Hdt.2.92; τὰς ἐμβάδας ποῖ τέτροφας; what have you done with your shoes? Ar.Nu.858; τὸν μόναυλον ποῖ τέτροφας; Anaxandr. 51:—Pass., ποῖ τρέπεται . . τὰ χρήματα; Ar.V.665 (anap.).