ενισχυτικός

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που βοηθεί, τονώνει, δυναμώνει, παρέχει ενίσχυση, ο επικουρικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ενισχυτής. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].