γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
-α, -ο (AM καλλιπάρειος, -ον)αυτός που έχει ωραίες παρειές, ωραία μάγουλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πάρειος (< παρειά «μάγουλο»), πρβλ. λευκο-πάρειος, χαλκο-πάρειος].