καστελάνος
From LSJ
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
Greek Monolingual
καστελλάνος, ὁ (Μ)
1. ο κάτοικος του καστελιού, του μικρού κάστρου
2. ο διοικητής του καστελιού, ο φρούραρχος
3. (ως τιμητικός τίτλος) πυργοδεσπότης
4. διοικητής, έπαρχος
5. πυργοφύλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. castellanus «καστρινός» (< castellum «κάστρο»)].