καταπότρα

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182

German (Pape)

[Seite 1372] ἡ, der untere Theil des Schlundes, der Wagenmund, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καταπότρα: ἡ, τὸ κατώτατον στρῶμα τοῦ οἰσοφάγου, τὸ ἄνοιγμα τοῦ στομάχου, Παῦλ. Αἰγ. 6. 32·― ἐν Ἱππιατρ. 61, καταπόθρα·― παρὰ Σουΐδ. ὡσαύτως, καταπότης, ου, ὁ.

Greek Monolingual

καταπότρα και καταπόθρα, ἡ (Μ)
το κατώτατο μέρος του οισοφάγου, το άνοιγμα του στομαχιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πότ-ρα / -πόθ-ρα (< θ. πότ- του πίνω)].