καταθερμαίνω
From LSJ
ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates
English (LSJ)
strengthd. for θερμαίνω, dub.l. in Philagr. ap. Orib. 5.21.1.
German (Pape)
[Seite 1349] verstärktes simplex, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καταθερμαίνω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ θερμαίνω, Ὀρειβάσ. σ. 63 Matth.
Greek Monolingual
θερμαίνω (Α) κατάθερμος
θερμαίνω υπερβολικά.