Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
c. κατακυλίνδω.
Étymologie: κατά, κυλίω.
(Α κατακυλίω)
κυλώ κάτι προς τα κάτω, κατρακυλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κυλίω «κυλώ»].