κασετίνα

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομαhave the name of virtue always on one's tongue

Source

Greek Monolingual

η
1. μικρό κιβώτιο ή θήκη που χρησιμοποιείται για φύλαξη κοσμημάτων, επιστολών, μολυβιών τών μαθητών, επιτραπέζιων σκευών και άλλων μικροαντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cassettina].