κατακαυχώμαι
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
Greek Monolingual
κατακαυχῶμαι, -άομαι (AM)
1. καυχώμαι εναντίον κάποιου, υπερηφανεύομαι
2. υπερηφανεύομαι για κάτι.