κατακαυχώμαι

From LSJ

Γράμματα μαθεῖν δεῖ καὶ μαθόντα νοῦν ἔχειν → Prudentia opus est, ubi didiceris litteras → Das Lesen lerne, Schreiben, und dann aufgepasst

Menander, Monostichoi, 96

Greek Monolingual

κατακαυχῶμαι, -άομαι (AM)
1. καυχώμαι εναντίον κάποιου, υπερηφανεύομαι
2. υπερηφανεύομαι για κάτι.