κατακάθισμα
From LSJ
Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone
Greek Monolingual
το κατακαθίζω
1. καθίζηση, υποχώρηση, βούλιαγμα
2. κατακάθι
3. καθησύχαση, κατευνασμός.
Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone
το κατακαθίζω
1. καθίζηση, υποχώρηση, βούλιαγμα
2. κατακάθι
3. καθησύχαση, κατευνασμός.