Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
το
1. κάλυμμα του κεφαλιού, πίλος
2. αύξηση της τιμής προϊόντος πέρα από το νόμιμο για κερδοσκοπία
3. φρ. «του βγάζω το καπέλο» — τον αναγνωρίζω ως καλύτερο, τον σέβομαι και τον εκτιμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. capello].