καπέλο

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87

Greek Monolingual

το
1. κάλυμμα του κεφαλιού, πίλος
2. αύξηση της τιμής προϊόντος πέρα από το νόμιμο για κερδοσκοπία
3. φρ. «του βγάζω το καπέλο» — τον αναγνωρίζω ως καλύτερο, τον σέβομαι και τον εκτιμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. capello].