πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers
τοιερός χώρος, ιδίως χώρος για την ταφή τών νεκρών, κοιμητήριο, νεκροταφείο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. camposanto «νεκροταφείο» (στην κυριολεξία «χώρος ιερός»)].