καμποσάντο
From LSJ
Θεὸς δὲ τοῖς ἀργοῖσιν οὐ παρίσταται → Longe est auxilium numinis ab inertibus → Umsonst erhofft der Träge Beistand sich von Gott
Greek Monolingual
το
ιερός χώρος, ιδίως χώρος για την ταφή τών νεκρών, κοιμητήριο, νεκροταφείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. camposanto «νεκροταφείο» (στην κυριολεξία «χώρος ιερός»)].