κυριολεξία

From LSJ

Καλὸν τὸ καιροῦ παντὸς εἰδέναι μέτρον → Occasionis nosse res pulchra est modum → Schön ist's, das Maß zu kennen jeder rechten Zeit

Menander, Monostichoi, 273
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡριολεξία Medium diacritics: κυριολεξία Low diacritics: κυριολεξία Capitals: ΚΥΡΙΟΛΕΞΙΑ
Transliteration A: kyriolexía Transliteration B: kyriolexia Transliteration C: kyrioleksia Beta Code: kurioleci/a

English (LSJ)

ἡ, use of literal, opp. figurative, expressions, Herm.in Phdr.p.192 A., Eust. 624.41.

German (Pape)

[Seite 1536] ἡ, Eigenthümlichkeit der Rede, eigentlicher Ausdruck, κατὰ κυριολεξίαν, im eigentlichen Sinne, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

κῡριολεξία: ἡ, ἡ χρῆσις κυριολεκτικῶν φράσεων καὶ ὕφους κατ’ ἀντιθ. πρὸς τὸ μεταφορικόν, Σχόλ. εἰς Πλάτ. εἰς Φαῖδρ. 267C · Εὐστ.· ― Ἐπίρρ. κῡριολεκτικῶς, κατὰ τὴν κυρίαν σημασίαν ἑκάστης λέξεως, Εὐστ. Πονημ. 63. 61· ὡσαύτως κυριολέκτως, Ὀλυμπιόδ.

Greek Monolingual

η (AM κυριολεξία) κυριολεκτώ
η χρήση τών λέξεων ή τών φράσεων με την ακριβή σημασία τους, η ακριβολογία
νεοελλ.
η ακριβής σημασία λέξης ή φράσης, η κύρια σημασία, σε αντιδιαστολή με τη μεταφορική.