καπάτσος
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Greek Monolingual
-α, -ο
ο ικανός να πετυχαίνει και να επωφελείται όχι με τη δική του αξία αλλά με επιτηδειότητα, επιτήδειος, καταφερτζής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. capace].
-α, -ο
ο ικανός να πετυχαίνει και να επωφελείται όχι με τη δική του αξία αλλά με επιτηδειότητα, επιτήδειος, καταφερτζής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. capace].