Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κανονικότητα

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11

Greek Monolingual

η
1. η ιδιότητα του κανονικού, η ακριβής τήρηση του κανόνα
2. ευρυθμία, συμμετρία, ομαλότητα, αναλογίακανονικότητα χαρακτηριστικών προσώπου»)
3. η συμμόρφωση προς τους κανονισμούς, προς τις νομικές διατάξεις
4. η τήρηση του κανονισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κανονικός. Η λ. στον λόγιο τ. κανονικότης μαρτυρείται από το 1812 στον Κωνστ. Μ. Κούμα].