κανονικότητα
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
Greek Monolingual
η
1. η ιδιότητα του κανονικού, η ακριβής τήρηση του κανόνα
2. ευρυθμία, συμμετρία, ομαλότητα, αναλογία («κανονικότητα χαρακτηριστικών προσώπου»)
3. η συμμόρφωση προς τους κανονισμούς, προς τις νομικές διατάξεις
4. η τήρηση του κανονισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κανονικός. Η λ. στον λόγιο τ. κανονικότης μαρτυρείται από το 1812 στον Κωνστ. Μ. Κούμα].