τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
κατάβαλμα, τὸ (Μ)
κατηγορία, συκοφαντία, διαβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καταβάλ- του καταβάλλω (πρβλ. υποτακτ. αορ. β' κατα-βάλ-ω με τη σημ. «κατηγορώ») + κατάλ. -μα (πρβλ. ένταλ-μα, σφάλ-μα)].