καρδάρα
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
η
1. ξύλινος κάδος, ξύλινο δοχείο μέσα στο οποίο αρμέγουν το γάλα
2. μτφ. (για ανόητο άνθρωπο) το κεφάλι («η καρδάρα του δεν τά παίρνει τα γράμματα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδάρι με αλλαγή γένους ως μεγεθ.].