Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
εὐάξιος, -ον (Α)πάπ. αυτός που έχει μεγάλη αξία, πολύτιμος, αξιόλογος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άξιος].