Full diacritics: κατᾰμύνω | Medium diacritics: καταμύνω | Low diacritics: καταμύνω | Capitals: ΚΑΤΑΜΥΝΩ |
Transliteration A: katamýnō | Transliteration B: katamynō | Transliteration C: katamyno | Beta Code: katamu/nw |
[ῡ],
A ward off, βίαν prob.inPCair.Preis.4.17 (iv A. D.):— Med., avenge oneself, dub. in Ael.NA5.11.
καταμύνω (Α)
αποκρούω
2. μέσ. καταμύνομαι
εκδικούμαι κάποιον αμυνόμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀμύνω.