αρβύλα
From LSJ
Ὁ πολὺς ἄκρατος ὀλίγ' ἀναγκάζει φρονεῖν → Multum meracum pauca sapere nos facit → Nur wenig denken lässt viel ungemischter Wein
Greek Monolingual
η κ. άρβυλο, το (Α ἀρβύλη κ. ἀρβυλίς, η)
νεοελλ.
1. «οι αρβύλες, τα άρβυλα» — τα υποδήματα των στρατιωτών
2. φρ. α) «φόρεσα τις αρβύλες» — κατατάχθηκα στον στρατό
β) «λόγια της αρβύλας» — ανυπόστατες φήμες
αρχ.
1. (για χωρικούς, κυνηγούς, οδοιπόρους) ανθεκτικό υπόδημα που φθάνει μέχρι την κνήμη
2. μέρος του άρματος όπου στεκόταν ο αρματηλάτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνειο από την ανατολή. Ο Ησύχ. παραδίδει τ. άρμυλα «υποδήματα» (κυπρ.), που, αν παραδίδεται σωστά, αποτελεί είτε παραλλαγή του αρβύλη και συνδέεται με το αρμόζω είτε ανεξάρτητο δάνειο. Η κατάληξη του νεοελλ. αρβύλα κατά τα θηλ. ονόμ. σε -α].