γήθεν

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μήτε τέχνῃ μήτε μηχανῇ μηδεμιᾷ θάνατον ἐκείνων τῶν ἀνδρῶν καταψηφίσησθε → let neither art nor craft induce you to condemn those men

Source

Greek Monolingual

γῆθεν επίρρ. (AM) γη
από τη γη («Χαῑρε κλῑμαξ, γῆθεν πάντας ἀνυψώσασα χάριτι» — κλίμακα που ανύψωσες όλους τους ανθρώπους από τη γη προς τον ουρανό, Ακάθ. Ύμνος)
αρχ.
μέσα από τη γη, από τον τάφο, από τον κάτω κόσμο.