αλλόγλωσσος
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀλλόγλωσσος, -ον)
αυτός που μιλά ξένη γλώσσα, ο ξενόγλωσσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο- + -γλωσσος < αρχ. γλῶσσα.
ΠΑΡ. ἀλλογλωσσία.