διακοίνωση

Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. γνωστοποίηση, αναγγελία, ειδοποίηση
2. υπογεγραμμένο διπλωματικό έγγραφο με το οποίο διαβιβάζεται, μέσω διπλωματικού αντιπροσώπου, προς την κυβέρνηση άλλης χώρας σημαντική ανακοίνωση
3. φρ. «ρηματική διακοίνωση» — ανακοίνωση που γίνεται με διπλωματικό έγγραφο χωρίς υπογραφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1865].