διακοίνωση

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source

Greek Monolingual

η
1. γνωστοποίηση, αναγγελία, ειδοποίηση
2. υπογεγραμμένο διπλωματικό έγγραφο με το οποίο διαβιβάζεται, μέσω διπλωματικού αντιπροσώπου, προς την κυβέρνηση άλλης χώρας σημαντική ανακοίνωση
3. φρ. «ρηματική διακοίνωση» — ανακοίνωση που γίνεται με διπλωματικό έγγραφο χωρίς υπογραφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1865].